- σκαντάγιο
- σκαντάγιο, το και σκαντάλιο, το(λ. ιταλ.), βολίδα, όργανο βυθομέτρησης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σκαντάγιο — το βλ. σκαντάλιο … Dictionary of Greek
σκαντάλιο — και σκαντάγιο, το, Ν η βολίδα, όργανο με το οποίο μετρείται από το πλοίο το βάθος τής θάλασσας μέχρι τα 50 περίπου μέτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. scandaglio «βολίδα, όργανο για μέτρηση τού βάθους τών θαλασσών»] … Dictionary of Greek
σκανταλιάρω — και σκανταγιάρω Ν [σκαντάλιο / σκαντάγιο] μετρώ το βάθος τής θάλασσας ή διερευνώ τη διαμόρφωση τού βυθού της με το σκαντάλιο … Dictionary of Greek
σόντα — η, Ν 1. καθετήρας 2. (στους ναυτικούς) βυθομετρικό όργανο, σκαντάγιο 3. δειγματολήπτης θαλάσσιου βυθού 4. όργανο με το οποίο γίνονται δειγματοληψίες στο βάθος τών σάκων διαφόρων προϊόντων, ιδίως σιτηρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sonda «όργανο για… … Dictionary of Greek
χειροβολίδα — η, Ν βολίδα με την οποία μετρείται το βάθος τού θαλάσσιου βυθού, κν. πίκολο σκαντάγιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + βολίδα (πρβλ. φωτο βολίδα). Η λ., στον λόγιο τ. χειροβολίς, μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν] … Dictionary of Greek
βολίδα — η 1. σφαίρα όπλου, βόλι: Οι βολίδες του εχθρού έπεφταν στο πεδίο της μάχης. 2. όργανο με το οποίο μετρούν το βάθος της θάλασσας, σκαντάγιο. 3. (αστρον.), μικρό φωτεινό ουράνιο σώμα που διασχίζει τον ουρανό, όπως οι διάττοντες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκανταγιάρω — και σκανταλιάρω (λ. ιταλ.), μετρώ το βάθος της θάλασσας ή εξετάζω το βυθό με σκαντάγιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)